Σάββατο 14 Μαΐου 2011

ΑΙΑΝΗΣ

Πορφυρόχρυσες στιγμές
ετοιμάζουν τα φτερά τους
και πριν εξαντλήσουν
την ημίσεια ύπαρξή τους
μεταμορφώνονται σε ιριδόχρωμες χορδές
και σαν σε νόμους να αφέθηκαν
κάποιας μαγικής κι αόρατης βελόνης
διάφανο δίχτυ υφαίνουν ολόγυρά μας
πριν προλάβουμε να σκεφθούμε
ότι να δραπετεύσουμε ούτε το θέλαμε
αλλά να υφανθούμε σαν μαγεμένοι ερωμένοι
στο απαστράπτον πέπλο
που ο ήλιος το επικυρώνει
σαν κάποιο ανεξίτηλο εύσημο
στο αεικίνητο μέτωπο της αιωνιότητας.

Δεν το μπορώ να αναμένω
με τον χρυσό αμφορέα της μαγείας
εμπρός στα χείλη μου
όπου ο πόθος σου
σταγόνα της σταγόνας αθροίστηκε
ώσπου να γίνω μύθος και αφήγηση
σε κάποιας παρθένας άγνωστης
την ερωτική και σελήνια φαντασία


Το χέρι μου απλώνω
σαν αδιόρατο θαλάσσιου αστερία ένα κεντρί
και την χρυσή του πέπλου την κλωστή
εκσφενδονίζω στον αιθέρα.

Και να μια νεφέλη
απ΄ άκρη σ΄ άκρη φώτισε τη Γη
και εγώ αργά να ΄ρθεις σε προσκαλώ.

Κανείς όσο σε πόθησα δεν πόθησε
κι εγώ θα πρέπει να γευθώ
την ευτυχία και την αλγηδόνα.

Η πρώτη αναδύεται αγωνία
και με βέλη πυρφόρα
των οριζόντων μου χαράσσει
την απαράβατη και πορφυρή ηγεμονία.

Ορίζοντες δεν δέχεται η αγάπη
και σε φωτός την δίνη μ΄εκτοξεύει.
Κονιορτοποιεί σε μόρια τα φράγματα
και με προβάλλει στην γαλαξιακή την κορωνίδα…

Ημίθεος όμοιος…
Και συ στο πλησιέστατο αντίπερα των διαστάσεων
περιπατείς σαν νεφέλια νύμφη
στους αδιάβατους διαδρόμους των πόθων μου
κάτω από τις κοσμικές αψίδες
τεκτονήματα Νόμων
προαρχέγονης εποχής
κατευθυνόμενη προς τα αντίυλα άδυτα
του Ναού της Άφατης Αυταρχής
όπου ατελεύτητη διαδοχή
σιωπηλών ενιαυτών
συνελάμβανε και δομούσε
την αέναη, στην στιγμή, ύπαρξή μου (μας).

Προαιώνιος ταύτιση
στην πηγή των Ερώτων
που ο Λόγος διέσπειρε μες σε μήτρα
απ΄ τις μήτρες του Χάους…

Είσαι εσύ;
Είμαι εγώ;
Η στιγμή ακινητεί.
Ιερή κι ακατάληπτη μυσταγωγία
Σε ποθώ
Με ποθώ
Στην Ουσία μου χάνομαι
Στροβιλίζομαι
κι ανεπαίσθητα θλίβομαι
σαν αρχίζω να αισθάνομαι
την δική σου απουσία.

Νοσταλγία μου…Σύμπαντα…
και παραίσθηση ίσως
να νομίζω πως έγινε παρουσία απτή
η αρχέγονη απουσία.

Θα τολμήσω ν΄ αγγίξω το είδωλο…
Αν βρεθώ στις πηγές
θα ΄μαι εσύ ό,τι άγγιξα
και το φως θα σταθεί
κοσμική μαρτυρία…
(έτσι γίνονται τ΄ άστρα).

Σε κοιτώ,
και της μέρας το κρύσταλλο
σιωπηλές αστραπές διασχίζουν…
Είμαι εδώ, είμαι εδώ, είμαι εδώ…
Αντηχώ στο στερέωμα
διαστέλλομαι
κι απορώ
την μορφή σου πυξίδα να βλέπω αίθρια Πασιφάη
να με έλκει αήττητα.

Αντιστέκομαι, άλκιμος
Την αιτία αγνοώ
και αισθάνομαι την αντίσταση Χίμαιρα
και στο βλέμμα της είδωλο
δυσπαθούς απορίας.

Θα αφεθώ στων λιτών μου ανέμων τα κέλευθα
Θα τολμήσω το άγγιγμα…
Αν βρεθείς στις πηγές
θα΄ σαι εγώ που σε άγγιξα
και εγώ θα σταθώ μόνη σου μαρτυρία.

Ελενηφόρος διέρχομαι τα αιθερίας νήσους
του φωτός και Εστούς τα συζεύγματα
Ψηλαφώ τ΄ αψηλάφητα.
Στα μεταίχμια χάνομαι.
Προσκαλώ παραστάτες οράματα.

Στροβιλίζομαι
Έλκομαι απ΄ το ξίφος του Ωρίωνος
στην καρδιά κάποιας σπείρας που πάλλεται
Πριν χαθώ σε νεφέλωμα
η πυξίδα μου στρέφεται
και η αιχμή της
του Ήλιου μού δείχνει τα πλάτη.

Το γνωρίζω αυτό το αιθέριο βασίλειο
Το τηλέδοξο σάλπισμα των Θεών και Τιτάνων
του Ερμή τον πτερόδρομο
και της Γαίας το γίγνεσθαι
του Ουρανού το πανσόφισμα
και του Δία την μήτιν.

Είναι εδώ που σ΄ απάντησα
και αφέθηκα τόσο στων ματιών σου το Χάος;
Πρόσμενέ με
Μιας στιγμής η απόσταση
στα ιώδη αστρότοκα ρεύματα…

Αν χαθώ σε αδιαπέραστα πλέγματα
στις κυρτές επιφάνειες τις αόρατες
αν ναυαγήσω,
πρόσμενέ με.

Τους ψιθύρους συγκρότησε του στερνού σου πόθου
και τους κώδικες άνοιξε
των γλαυκών μυστηρίων
Χρησμανάγνωσε
τείνοντας την παλάμη σου κάθετα
στων Πλειάδων το υπέρκοσμο αστρικό μεγαλείο.

Θα φανώ ροδονέφελος
την αυγή κάποιου έαρος
στον πυρίδρομο επάνω του Ήλιου.
Τα κλειστά σου τα βλέφαρα
θα θωπεύσω ηλιόφωτα
για ν΄ ανοίξουν στην λύση
ποθεινού μυστηρίου…

Αν σαν φως μ΄ αντικρίσεις κομήτη
που ελέγχει το εξαίσιο στερέωμα
ή ακόμη, αστερία που ρίχτηκε
μες στο πέλαγος να ναυαγήσει
πρόσμενέ με…
Τις πυξίδες θα βρω
την κατεύθυνση ν΄αποκαλύψω
στο πλευρό σου να΄ ρθώ.

Αν στα έργα τα βάρβαρα
των ανθρώπων τα βάναυσα ένδοξα
σαν σε αράχνης το δίχτυ πιαστώ,
τις ελπίδες συσπείρωσε
τις γλαυκές προσμονές σου αρμάτωσε
αντοχές επιστράτευσε
οιωνούς και χρησμούς αναζήτησε
στα ιερά τα Ολύμπια
τα μαντεία τα Φοίβεια
την ανάστροφη θα πρέπει δικλείδα να βρω
των χρησμών
ζοφερού λαβυρίνθου που δείχνουν την Πύλη.







ΑΠ ΄ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΕΠΕΚΕΙΝΑ

Πετώντας σαν αθώα ερωτική αμαρτία
στα γλαυκά τα αχνόφωτα
της παρελθοντικής υπερδιάστατης Αίας
όπου οι πράξεις μας μεταμορφώνονται σε όνειρα
για όντα που άνθρωποι ποτέ δεν υπήρξαν
και απορούν για την ανερμήνευτη προέλευσή των,
νοσταλγείς άραγε
την εξαίσιά σου ύπαρξη
απ΄ την άλλη πλευρά του «επέκεινα»
όπως τώρα εδώ
συμπαλλόμενη να είσαι
στους ρυθμούς και στις αύρες
των αιόλων ερώτων;



Απ΄ της θλίψεως την Πύλη όταν πέρασες
θα εννόησες πως της θλίψεως δεν είναι η Πύλη
ούτε καν λησμονιάς
και θα είδες
το πρόσωπό της φωτίζει η μνήμη
που ενθυμείται τα πάντα
στη σωστή την κατεύθυνση
κατά κει που φωτίζει ο αείδιος Ήλιος
και το φως σε μεγάλα ταξίδια πορεύεται
από δαίδαλα ανάμεσα χάσματα
και μεταίχμιες των Όντων δομές.


Να μου πεις δεν μπορείς.
Στον μονόδρομο των δυνάμεων
αντίθετα αδυνατείς να βαδίσεις.
Να σου πω δεν μπορώ
για το ίδιο το αίτιο
και κανείς δεν γνωρίζει;
Είμαι εγώ που με λόγια πλανεύω
ή εσύ που τολμώ να πλανέψω
που γνωρίζει το αιώνια ανείπωτο μυστικό.


Στα γλαυκά τα αχνόφωτα
των επιγείων μεταμορφώσεων
ούτε μια φορά δεν μπορείς να βρεθείς
για να δεις φωτισμένο της Ψυχής σου το κάλλος.

Οι ανθρώπινοι δαίμονες
ψευδολάτρες της ύλης
τα κυκλώνουν με έντρομους μύθους
και φρουρούς που αναίτια συλλαμβάνουν
αθώες ψυχές
και στου μάταιου κάστρου τα υπόγεια τις σύρουν
να γυρνούν τους τροχούς
που παράγουν μορφές στις φθορές
ορατές, ν΄ αναλώνουν τα πάντα
σαν ακραίες ποινές για εγκλήματα
που άλλοι διέπραξαν
και την δίκη ορίζουν αυτές.



Της παρελθοντικής υπερδιάστατης Αίας
αναπολείς εποχές πανελεύθερες
όπου μόνο η ψυχή βασιλεύει
καθαρμένη από αναίτια πλήγματα
κι απορείς, γιατί τούτη η άρνηση
κι αγεφύρωτος διχασμός
που σπαράσσει την έμβιο ύπαρξη;

Αν στην τόση ομορφιά
επικίνδυνα κολαστήρια ενεδρεύουν
ή σε τούτη την κόλαση
πανακίνδυνες ομορφιές υποφέρουν,
τότε κόλαση κάναν την μάκαιρα Γη
και γνωστό ποιοι αυτήν δυναστεύουν..


Τις πράξεις μας μεταμορφώνει σε όνειρα
μια δίψα ανερμήνευτης ιερής αναπόλησης
που σου σβήνουν με κάλπικο ύδωρ
κι εφιάλτη της πράξεως τα όνειρα κάνουν
να ρουφά σαν κενό την ουσία της κάθε στιγμής σου.

Τι είναι αυτή η παράνοια που επιμένουν
πραγματικότητα να την ονομάζουν
ταρταρότοκα εκτρώματα
που τα σκήπτρα κρατούν και διατάζουν;


Νοσταλγείς την εξαίσιά σου ύπαρξη
των ονείρων σου που μελωδούν
στου αιθέρα του έγχορδου
τις νεφέλειες χρονοκυψέλες
των αθώων ψυχών την κατάνυξη.

Η «εγρήγορσις» έρμαιο κεφαλών από μέταλλο
στης ερήμου τη γύμνια
και αιχμηρά τα πετρώματα
των ανθρώπινων σχέσεων
που αγνοούν το αιώνιο ξενύχτι των άστρων
και την αειθαλή του φωτός την θωπεία.


Απ΄ την άλλη πλευρά του επέκεινα
στην αιθέρια σπερμοφορία
διαγαλακτικών πλασμάτων
επωάζεται η άλλη σου ύπαρξη.

Εσπερίδες οι μοίρες σου
Ουρανίδες οι κόρες τροφοί σου
ιερουργοί των ατερμόνων
ανέστιων, βαθυσπόρων
αιόλων Ερώτων…

Γ.
ΤΙ ΙΣΧΥΕΙ ΛΟΙΠΟΝ;

Η «Φυγή» διαρκεί
όσους χρόνους επιμένει
η παραίσθηση της παραμονής μας.
Μόλις τούτη χαθεί
και η Φυγή καταρρέει..
Τι ισχύει λοιπόν;

Γαλαξιακά σπειρήματα
τα αιθέρια κέλευθα πλέουν
κι εμείς ορατοί στη στιγμή
γαιοναύτες
και αόρατοι στο αιώνιο
κοσμοδύτες
το αργύριο προσκυνούμε
όπως περίπου ο ιχθύς το δέλεαρ
γιατί το άγκιστρο του διαφεύγει
κι έτσι χάνει την πελαγική του βασιλεία
και την ωκεάνια ζωή του.
(Να απολαμβάνει άραγε το δέλεαρ
όσο το άγκιστρο αιχμάλωτο τον έχει;).

Παράδοξη η ζωή
κι αυτή που ζούμε
κι αυτή που διαρκώς μας διαφεύγει.
Κι ακόμη πιο παράδοξο
ασυντελής κι αφόρητη να είναι η «επιλογή» μας.
Και το παραδοξότερο
επιλογή μας να την θεωρούμε
(επιλογή μας την απώλεια να θεωρούμε).

Ίσως, όμως, παράδοξη η γνώμη μου να είναι,
στο βιοεμπόριο άλλωστε
ελαχιστότατοι είναι οι κερδισμένοι.
Οι άλλοι, αναλώσιμα είδη της «κατανάλωσης»
(και άθροισμα απώλειας).

Παράδοξη η Ζωή
αυτή που ζούμε και δεν μας ανήκει
κι αυτή που διαρκώς μας διαφεύγει
και που της ανήκουμε.

Έτσι δίχως ποτέ να απαιτεί
την εξαντλούμε σαν υπόδικοι
κλεπταποδόχοι φοβισμένοι
και απερχόμαστε – δίχως στιγμή της να εκτιμήσουμε –
την τελευταία της στιγμή
απορημένοι βιοφθόροι
καταχρεωμένοι.

Δίχως και τότε κάτι ν΄ απαιτεί
πέρα απ΄ το ότι στην ακροτελεύτια αναλαμπή
την ίδια την συνείδησή μας αφυπνίζει
και τούτη είναι που απαιτεί
απ΄τον απολωλό αγύρτη που αποχωρεί
κι αυτός να μην μπορεί το ελάχιστο
να επανορθώσει ή ν΄ ανταποδώσει…

Ανεξιχνίαστο το βλέμμα των προβλέψεων
σαν  Βαλκυρίες και Ιέρειες και Ωκεανίδες κόρες
ιερουργούν στα μέλλοντα δίχως ν΄ αποκαλύπτουν
παρά μια αύρα μόνο
που πιθανόν και του παρόντος να΄ναι
ευχής δικής μου ή απευχής
αναντιφώνητος επιθυμία.

Πού είμαι;
Οι «ώρες» σαν ομίχλες έχουν απλωθεί
στα υψίπεδα των λογισμών μου
ακίνητες κι αδιάφορες
στους νοοσφαιρικούς ανέμους.
Φρουρούν των αισθημάτων μου
την επωαστική την θέρμη.

Ποιος να μιλήσει; Ποιος ν΄ αντισταθεί;
Η λογική αμύνεται μόνο στον εαυτό της
Τα αισθήματά μου απαντούν
με την αήττητη σιωπή των…

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Συλλέγω τ΄ αρχέγονα όργανα
της εμβίου εξερευνήσεως
την ώρα «μηδέν» καθορίζω
να σημάνω την έναρξιν
της αθαμβούς πλεύσεως.

Ο «κλήρος» ο οποίος μου εδόθη
διά κόλπους ρηχούς κι αδιέκβατους
οϊστοβόλους ορίζοντας
και ακτάς μολυσμένας…
η υστέρα δύη των θα είναι
και η εσχάτη ποινή των…

(Η Φύσις τον θρίαμβο εγέννησε
και αιώνιος θα είναι περιοδικός παραστάτης).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου