Σάββατο 14 Μαΐου 2011

ΑΙΝΟΤΟΚΟΣ ΑΙΩΝ



ΠΡΟΛΟΓΙΖΟΝΤΑΣ

α. Στης σκέψης μου την αρμονία που επιμένει
ενάντια σε όλα να κρατά τον Ήλιο στο ζενίθ της
τον άνθρωπο γυμνό, προστατευμένο
και τα όνειρα να βόσκουνε στη χλόη,
καθημερινά, αρπακτικά περνάνε
φονεύουν καταστρέφουν αφανίζουν,
για να περάσει πάλι η Νεφέλη
όλα στα ίδια να τα επαναφέρει

Την τόση υπομονή ποιος μου τη δίνει;
Την τόση επιμονή που να την βρίσκουν;

β. Στης μέρας τις σκληρές που στήσαν μηχανές οι ανθρώποι
των κήπων τα αρώματα, την άχνα της Σελήνης
το απαλό χαμόγελο του διάφανου τοπίου
του ουράνιου Ωρίωνα τις ακτινοσταλίδες
τα ρίχνουν για να αλεσθούν
και τη σκουριά καλύψουν….

Και η σκουριά τους απατά
Και μέσα τους δουλεύει


ΑΜΝΗΣΙΠΟΝΗΡΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Στην Αρχή των Καιρών
και των άγουρων λέξεων
στη Μεσόγειο άνθιζε
των Ανθρώπων η άρθρωσις
των Θεών οι χρησμοί
των Αιώνων η σύναξις
το γαλάζιο το Νού
και η σαγήνη Του Λόγου.

Στην Μεσόγειο πάλι
σκοτεινοί αργυρόδουλοι
ονειρεύτηκαν να’ ταν
του Κόσμου αγαίοι
Σαν φρεσσίλυτοι τάχθηκαν
στην φθορά και αλλοίωσι
του Φωτός που καρπόπηζαν
οι φρενόσποροι Αιγαίοι.

Θρυλική Νικοτέλεια
Αυτούμνος  Νοήσεως
Ουρανόφρονες Πάμφρονες
Φαεσίμβροτοι Έλληνες
τους φιλόδολους σύναξαν
παμμισείς και τρισδείλαιους
και Τον Λόγο ανήγγειλαν
με χρησμούς ρομφαιόμορφους.

Αμφιλύκη Ανάλεκτε
ιστορίας το έχθημα
αινοτόκοι αλήμονες
σε βαφτίσαν αισχρούργημα
Με χαλκό επετέθησαν
με σκοτάδι επέλασαν…..

Και η Αφθέγμων φυλή
αυτοζήλων ανάλωμα



Ο ΑΙΝΟΤΟΚΟΣ ΑΙΩΝ
Ι

Έρχεται
ο Αιών
των ολοθροτόκων δυναστειών
Ο Αιών
του ημίφωτος
και της χερσασπόρου Γαίας

Το πλήρωμα της Πρωτομαντείας.

Χρησμοδόληροι
εκτόπισαν
τους Κλυτόφρονες


Έρχονται οι γενεές της καταδίκης

Στους ώμους των ο αόρατος του Θανάτου θρόνος
Οι αρχιτέκτονες του χθές
και οι τεχνίτες του σήμερα

Η ζοφερή πομπή

Έρχεται το πλήρωμα
της ματαιόδοξης Αλαζονίας

Νύχτα καρφωμένη
στον Σταυρό του Ναδίρ
Και το Ζενίθ αντίπερα
μαύρη τάφρος του Ήλιου

Όσες κραυγές κι αν υψωθούν από τα κηροπήγια
διαταγές ή προσευχές, εκκλήσεις ή κατάρες
ν΄ αγγίξουν θα΄ναι αδύνατο το Ουράνιο γαλάζιο

Ο γελαστός ο δαίμονας
και η κάπνα των δαυλών του
αμαύρωσαν τα κρύσταλλα
όποιας ορθοφροσύνης

Μόνος εσύ το θέλησες
να ορθωθείς αντίκρυ
στο Μεγαλείο του Θεού και της Δημιουργίας
να βλασφημήσεις βάναυσα
την Φύση την Αγία

Μόνος λοιπόν θε να σταθείς ‘ μπρος στα τοκογλυφεία
για να εισπράξεις την τιμή
που εμίανες τα Θεία.

ΙΙ

Σιωπηλή η φυγή
και το αέναο Μάτι
μια πληγή ανοιχτή
στην κυρτή σας την ράχη

Προχωρείτε…
Η απόσταση στο κενό
δεν μετριέται
ούτε ήχοι μπορούν ν΄ ακουστούν

Η ποινή σας βαρειά

Να πληρώσετε
γιατί έτσι πρέπει
(κι αν δεν πρέπει, θρηνήστε βουβά)

Στον Ακραίωνα τούτο τον Άτεγκτο
οδοιπόροι της Στέγνας
σε ερήμους του σίδερου
και τυφλών Νοσημάτων

Εσείς

Οι Αμνοί Εξελίξεως
που ξεστράτισε
απ΄ την δίψα του εγκλήματος
σύγχρονων Πιθηκανθρώπων


Την τυφλώσαν την Θέμιν
την τραβούν και την σέρνουν
σαν το κτήνος του τσίρκου

Κι εσείς νεοσσοί
μες στα νύχια της
απροστάτευτοι

Τον καιρό που ο Κόσμος
μοχθούσε να σηκώσει κεφάλι
τον υπνώτισαν
ηγεμόνες αλίτιμοι

οι φρικτοί Σατανίδες

κι αλυσίδες του πέρασαν
σιδερένιο στεφάνι
τελματόβιοι αλήτορες

Τους φραγμούς οικοδόμησαν
και τις πύλες σφραγίσαν
Ωραιόθεων
οι αισχροί χαλκαλέκτορες

Καλλιπάτορες Έλληνες
και ισάρχαιοι Μέροπες
οι φυλές των πρωτόπραστων
άναλτοι ολοόφρονες
σας εμίαναν δολοτρόπως

οι στυγνοί κραταιόχθονες
…………………………………………..


ΙΙΙ

Ο Αιών Αινότοκος Αλλόφρων
Αιολόστομα χρησμοδοτούν οι Ιέρειες:
Αόρατα δρέπανα υψώνοντας των αιώνων οι υποκριτές
είπαν, το Σκότος μόνο απειλούν
και τα σπλάχνα του Φωτός τεμάχισαν
να αχρηστευθούν οι οφθαλμοί των ανθρώπων

Κραυγή μεγάλη έβγαλε η Φύσις για τούτο το ανόμημα
που ράγισε αναπάντεχα της δομές της ανθρώπινης σάρκας.
Του κόσμου οι δρεπανοφόροι βιάστηκαν να θάψουν
τα χιμαιρικά κομμάτια που δόξασαν τον θάνατο
και ανήγγειλαν πως ήταν το σκότος που κραύγασε
και η πληγή του ανήκει.

Ο Ήλιος κι αυτός έκαψε κατά τόπους τα σεντόνια της Γης
και η οργή μεγάλωσε για τις ερειπωμένες οροφές της φύσεως
που πυρπολήθηκαν απ΄ των ανθρώπων τα παίγνια.
Ο κόσμος βουλιάζει ανάποδα στον χρόνο
που έχασε τις επαφές του μαζί του
όταν οι κεφαλές του ερέβους χρησιμοποιώντας στόματα
εργαστηρίων καταβρόχθισαν τα αόρατα νήματα

Κανείς ποτέ να μη γνωρίσει
και ο θάνατος κρατά καλά το μυστικό
οι ζωντανοί που θα΄ πρεπε να ξέρουν

Όσο το Πνεύμα κατοικεί τη Γή
και τυμβωρύχοι θα την κατοικούν
και πράκτορες του Θανάτου.

Ο Αινότοκος Αιών Αλλόφρων
Αιολόστομα χρησμοδοτούν οι Ιέρειες:
Επείπια ισοδημιουργούμενα
με τα δημιουργήματα ή και ταχύτερα
συσπειρώνονται στα βάθη του νερού
στου ουρανού τα στρώματα
στον μυελό στο αίμα
τα πρώτα τελεσίγραφα θανάτου

Οι γενεές δεν θα κληροδοτήσουν Φως
μόνο το σπέρμα του θανάτου

Φρικτά τα προσωπεία
λόγια ομιλούντων όφεων

Υπερπραγματικές δυνάμεις μπορούν
να διαπραγματευθούν την Σωτηρία
μόνο
Αποφλοιώστε τους ηγεμόνες του κόσμου
Κάτω από τα προσωπεία
όντα στυγερά
κινούμενοι θάνατοι
Μαριονέτες ενός κραταιού Άδη
που έπαιξε με τα έργα τους
και κέρδισε τον Κόσμο…


IV

Ιδού ο  βάρβαρος.
……………………………….
……………………………….
Ιδού ο άνθρωπος.
……………………………………….
……………………………………….

V

Το πρόβλημα σου ο Χρόνος.
Μηδαμινός μπροστά του
στη Φύση επιτίθεσαι
που θριάμβευσε
ένστικτο αδίστακτο
και λογική της παράφρονης εκδίκησης

Το πρόβλημά σου η Φύση.
Μηδαμινός μπροστά της
στο Χρόνο επιτίθεσαι
που συμμάχησε
να ναυαγήσει η συμμαχία που σε αγνόησε

Το πρόβλημά σου η Λογική
Αδύναμος μπροστά της
στα Ένστικτα επιτίθεσαι
εκθέτοντας τον εαυτό σου σε ακραίου κινδύνους

Το πρόβλημά σου τα Ένστικτα
Δέσμιος μπροστά τους
τη Λογική επικαλείσαι
παράγωγη των ενστίκτων που αποκαλύπτεται
κι εσύ πλάσμα θλιβερό
που μέτωπα ανοιχτά φαντάστηκες
προς όλες τις κατευθύνσεις 

Το πρόβλημά σου η Πραγματικότητα
σταδιακά αδιέξοδα που σε εγκλώβισε
δικό σου κατασκεύασμα που σ΄ έμοιασε

φανταστική και οξύμωρη
το φράγμα της ανύπαρκτο γι΄ αυτή
για σένα Φυλακή που σ΄ εκμηδένισε.

Συμφιλιώσου!
Όλες οι συμμαχίες σε αφορούν
κι όλες μόνο εσύ τολμάς να αθετήσεις

Η Λογική που νόμισες πως όρθωσες
τείχος της προστασίας σαν την βάφτισες
αυτόνομη ανεπτύχθη και οικοδόμησε
συνείδηση σ΄ εσέ τα όπλα που έστρεψε
Το Υπερσυνείδητό σου αναταράχθηκε
εχθρό τον κόσμο-κόσμο σου- εξέλαβε
στη Λογική βαθύτερα αφέθηκε
όλα τα όπλα στη Συνείδησή σου εμπιστεύθηκε
αφύσικα εκτοπλάσματα που σε έκλεισαν
σε ένα χώρο που απομονώθηκε
απόμακρα απ΄ τον Κόσμο που σε γέννησε
μετέωρο στο τίποτα που μάχεσαι
να το πληρώσεις σε μια αντιπαράθεση
που χάσμα γίνεται φρικτότερο
Σ΄ απέκλεισε σε βραχονήσι παραφρόνων
Σ΄ εκμηδένισε.

Συμφιλιώσου!
Ο Χρόνος είναι αυτός που σε αγκάλιασε
ανήμπορο έμβρυο όταν σε αντίκρυσε
στον καθαρό εκείνο ύπνο που σ΄ απέθεσε
η Φύση στοργικά που σε γαλούχησε
ίσως με τρυφερότητα που ήτανε
η πιο μεγάλη μέχρι τώρα που εκδήλωσε

Η Αθωότητά σου σε βοήθησε
στου Χρόνου τη θητεία σου
και σου΄ δωσε ξεχωριστή τη θέση σου
ανάμεσα στα πλάσματα που η Φύση βρεφοκόμησε
ξεχωριστό Εσέ σε χαρακτήρισε
και την Μεγάλη Χάρη σου χορήγησε
και ευδαιμονικά ο Χρόνος συνεφώνησε.

Συμφιλιώσου!
οι μακρινοί οι Κόσμοι που παρίστανται
σε κάθε σπιθαμή του περιγύρου σου
μες στους ορίζοντες τους σε λογίζουνε
και το όραμά τους όλο σου προσφέρουνε
ξένος μην αισθανθείς μες στην απόσταση
που ο Χρόνος την χρειάσθηκε και βάδισε
με φωταψίες μυστικά να σου γνωρίσει
που αποκαλύπτουν τις Πηγές του Είναι σου
αυτές οι ίδιες που γαλούχησαν τα Σύμπαντα
τις Απεραντοσύνες, τα Θνητά Αθάνατα
της πεταλούδας την φωνή και του Θεού τον Λόγο.

Δεν είσαι εσύ που διάβηκες τα πέλαγα των άστρων;

VI

Σε πορνεία που στήσαν του χρήματος
και σε μέλαθρα που υψώσαν του εγκλήματος
την ανθρώπινη ουσία σπατάλησες
εκπορνεύοντάς την ώσπου να τρίξει
το τετράποδο στα βάθη που κάθισε
πριν η Φύση ορθό σ΄ αναδείξει.

Ο βυθός που για πάντα ξεχάστηκε
από εσέ που το άστρο εζήλεψες
ο βυθός μόλις χθες συνταράχτηκε
κι έχει γίνει βροχή που μαραίνει
τα παιδιά σου φυτά που μετέτρεψες
και σαρκόψυχα κτήνη που κλαίνε
Ο πλασμένος εσύ για τα όνειρα
σε δαιμόνων δεμένος κατώγεια.

Στην κατάρα αυτή που εδόθηκε
από εσέ και σε πίστη οργανώθηκε
τους αιώνες θυσίασες βάναυσα
την ψυχή σου εξαργύρωσες κίβδηλα
Των παιδιών σου τις τύχες οξείδωσες
μες σε μήτρες τυφλές τα παγίδεψες
και στο μέλλον βαδίζουνε τέρατα
που αγνοούν τα Ουράνια πέρατα.

Κοίτα πίσω
Τι ήσουν τι έγινες.
Οι ρυτίδες στο πρόσωπο δείχνουν
μια αρρώστια που καίει
Φωταψίες στο βλέμμα προδίδουν
την στυγνή αφροσύνη

Θα χαθείς μοναχός συ που άνοιξες
ένα χάσμα εκεί όπου βάδιζες
σε μια Γη ομαλή
στην σκηνή όταν βρέθηκες

Κέρδος πρώτο: το μίσος
Αρετή το ονόμασες
και του φόρεσες μια κορώνα χρυσή
και τυφλή υποταγή του εδήλωσες.

Μες στο αίμα βουτήχτηκες
Νόμισες μες στην τόλμη βαφτίστηκες
Το μαχαίρι στο χέρι καρφώθηκες
του εγκλήματος υπηρέτης
Στα ανώτατα αξιώματα του κακού πρωτοστάτησες

Οι Χρηστοί θεατές σε συμβούλεψαν
Οι Χρηστοί θεατές αγανάκτησαν
Οι Χρηστοί τηρητές παραφράστηκαν
Με τα όπλα επετέθεις να τους κλείσεις το στόμα
Κι όπου αδύνατο αυτό το αισχρούργημα
με τα λόγια Τους τους εκμηδένισες
μη τυχόν το καλό βρει τον δρόμο κι ανθίσει.

Κέρδος έσχατο:
Το χάος που ανέθρεψες
με ερημιές, ασκητείες που ονόμασες
με πολέμους τριπλά που ευλόγησες
με υποθέσεις στην τύχη που έπραξες
με εμπορίες σωμάτων
στην τιμή της εσχάτης ευτέλειας
με φραγμούς που παντού υπερύψωσες
ο αλαζών εσύ και φονεύς της Φύσης.


VII

Έτσι είναι ο κόσμος.
Σηκώνεσαι ένα πρωί κι εκεί που μέχρι χθες
έβλεπες ένα δωδεκάκτινο άστρο
βλέπεις μια μαϊμού των βαρβάρων
ή ακόμη πάνω σε ιδεογράμματα του Πνεύματος
ένα όρνεο φορτωμένο βέλη
κι ακόμη πάνω σ΄ ένα Θεϊκό αέτωμα
ένα κόκκινο φέσι
Όμως έτσι είναι ο κόσμος…
Την μια από ΄ δω την μια από  ΄κει
πολλοί περνιούνται για Θεοί
Ξεχνούνε, φύγαν οι καιροί
που γεννηθήκαν οι Θεοί
κι ό,τι κι αν κάνουν ΄δω και μπρος
Ελληνικά μιλά ο Θεός.

Έτσι είναι ο κόσμος…
Την Σίβυλλα την βρήκανε
μ΄ ένα σταυρό στο στόμα
την έθαψαν στην πέτρα της
δίπλα στο βουλευτήριο
με μια κορώνα κλειδαριά
μεταλλικού φερέτρου

Η Σφίγγα από πάνω της
το μυστικό γνωρίζει
χρησμό που έγινε αίτιο
να την σταυροφονεύσουν;

Αλίμονο! στραβά θα πάνε όλα!
Η Ευρώπη θα κυβερνηθεί από ορδές δαιμόνων
που θα φορέσουν στέμματα πριγκίπων και ηγεμόνων
Μοίρες στα δυτικά εκατό θα ρθεί  ν΄ αναβιώσει
το συνονθύλευμα φυλών που θα θεοποιήσει
τον κερασφόρο αρχηγό του αιώνιου ερέβους
αντίστροφα θα τιμηθεί το ανθρώπινο το κλέος
και η δόξα που ήτο η Ελλάς
στο παρελθόν θα δύσει
δεν θα υπάρξει άξιος να την κληρονομήσει…
Όμως έτσι είναι ο κόσμος.
Όσο κι αν κάποτε θελήσεις σάρκα
δεν την δίνει ο θάνατος
κι ο λόγος σου με άλλα στόματα θα μιλήσει
Ερήμην να αθωωθείς δεν γίνεται
αν την Ζωή έχεις ματώσει
κι έτσι κι εδώ όπως κι εκεί (κι αν όχι εδώ, όμως εκεί)
οι Ερινύες θα σου στρώνουν το κρεβάτι.

Έτσι είναι ο κόσμος…
Σίβυλλα χρησμοδότησε
κι ο Χρόνος βεβαιώνει:

               Φύγαν οι άλλες «πολιτείες»…
Πέρασαν γοργά δίπλα απ΄ την έφηβη Ιστορία
αχνόφωτες τώρα μέσα στον νύχτιο ουρανό
της σκέψης μας των πόθων μας των προσμονών μας
τις βλέπουμε έκθαμβοι
όπως έναν κομήτη νάρκισσο
που φέρνει μυστικά από το Σύμπαν
και φεύγει παίρνοντας και τα δικά μας
μυστικά κι απόκρυφα
που ποτέ εμείς οι ίδιοι δεν θα τα γνωρίσουμε.
Κανείς δεν συγκράτησε τίποτε
ούτε από την άψογη αρχιτεκτονική τους.
Ίσως αυτή μας πλάνευε κι έτσι ξεχνούσαμε
πως τους  Νόμους θέλαμε να μάθουμε
που ήταν γραμμένοι με πυρά
από τους αντιπροσώπους του Ήλιου

Φύγαν οι άλλες «πολιτείες»
Από τα έγκατα της Γης ξεχύθηκαν βάρβαρα χρονίδια
προγραμματίζοντας λεηλασίας πανδαιμόνιο
Στα λάβαρά τους ξεχώριζε η καπνισμένη επιγραφή:
Ουαί τω πνεύματι – ουαί τοις ανθρώποις.
Της Ιστορίας άρχιζε η δεκεμβριανή νύχτα

Φύγαν οι άλλες «πολιτείες»
όπως ένας κομήτης απελεύθερος
που φεύγει γοργά και χάνεται
μέσα στην έλξη ομορφιάς ενός άλλου συστήματος
κι από τη μέθη του ετούτη και βιασύνη
κι απ΄ την πρωτόνιωτη χαρά ελευθερίας
εκρήγνυται να μη ξαναϋπάρξει
μέσα στην άρνηση ενός κόσμου
που δεν άντεχε την τόση περηφάνια του
και Ιερή Ουρανοσύνη του

Φύγαν οι άλλες «πολιτείες»
Η Απολλώνια γενιά δεν πρόφτασε
το ουράνιο έργο να τελειώσει
Βάρβαρα λάβαρα υψώθηκαν
κατάρες και ψευδοχρησμοί
κι ανατολίτικες μαντείες
σε θρόνους κάθισαν και όρισαν
να θριαμβεύσει το κακό

Φύγαν για πάντα οι άλλες «πολιτείες»
Τα κίβδηλα αντίτυπα τώρα στις πλάτες των ανθρώπων
απλώνουν ρίζες στα κορμιά για να ρουφούν το αίμα
κλαδιά μες στους εγκέφαλους να σκίζουνε τη Σκέψη
Οι βάρβαροι θριάμβευσαν!


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ποιητή που είσαι;
               Κοίτα με τι προσποίηση και δόλου υποσχέσεις
               μεθοδικά υφάνανε το σάβανο του Κόσμου:

Πες μου που είσαι ποιητή;
Πού κρύβονται οι ερινύες;

Μες στους ανθρώπους το Καλό δεν ήταν ο Δεσπότης
Ο επισκέπτης ήτανε που όλοι λοξοκοιτούσαν
παγίδες του εστήνανε με κούφιο χαμογέλιο
προσποίηση του δείχναν
ωσότου ξεσυνήθισε τα μέτρα να λαβαίνει
και κάποια νύχτα ζοφερή δίχως να το προσμένει…

Πες μου πού θάψαν το καλό;
Το θάψαν ή το κάψαν;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου